- γκρινιάζω
- grogner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γκρινιάζω — γκρινιάζω, γκρίνιαξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω … Dictionary of Greek
γκρινιάζω — γκρίνιασα και γκρίνιαξα, κλαψουρίζω, γογγύζω, μουρμουρίζω: Το παιδί μου γκρινιάζει όταν δεν του αγοράζω τα παιχνίδια που ζητάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκρίνιαστος — και αγρίνιαστος, η, ο [γκρινιάζω] 1. αυτός που δεν γκρινιάζει, δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί 2. αυτός για τον οποίο δεν παραπονείται κανείς … Dictionary of Greek
αλυχτουρώ — ( άω και έω) 1. γαβγίζω, ουρλιάζω 2. γκρινιάζω, παραπονιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίστηκε υποχωρητικά από το μσν. ἀλυχτουρυόμαι < ἀλυχτῶ + οὐρυόμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχτούρισμα] … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
αναβελάζω — 1. (για πρόβατα και κατσίκες) βελάζω δυνατά 2. (για παιδιά) κλαίω, γκρινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βελάζω] … Dictionary of Greek
βέμβιξ — ( ικος), η (Α) 1. η σβούρα 2. δίνη, ρουφήχτρα 3. κυκλώνας 4. μικρό υμενόπτερο έντομο με κίτρινες και μαύρες γραμμές στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το βόμβος σχηματίστηκε η λ. βέμβιξ (ῖκος) < (ρίζα) *bamb «φουσκώνω» + (επίθημα) ῑκ ,… … Dictionary of Greek
γρίνια — γρινιάζω κ.λπ. βλ. γκρίνια, γκρινιάζω κ.λπ … Dictionary of Greek
κατσιποδιάζω — [κατσιποδιά] 1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ 2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο 3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, η, ο κακορίζικος … Dictionary of Greek
κλαψουρίζω — και κλαουρίζω [κλαψούρα] 1. κλαίω συνεχώς και σιγανά 2. μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω … Dictionary of Greek